- μεγαλοπάθεια
- μεγαλοπάθειαpatiencefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοπάθεια — μεγαλοπάθεια, ἡ (Α) μεγάλη υπομονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μεγαλοπαθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοπάθειαν — μεγαλοπάθεια patience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek